ἀμείβει

ἀμείβει
ἀμείβω
change
pres ind mp 2nd sg
ἀμείβω
change
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλοπληρωτής — και καλοπλερωτής, ο 1. αυτός που εξοφλεί τα χρέη του στην καθορισμένη προθεσμία χωρίς δυστροπία 2. αυτός που αμείβει καλά εκείνους που εργάζονται για λογαριασμό του …   Dictionary of Greek

  • μπινές — ο κίναιδος και ιδίως ο προχωρημένης ηλικίας, που συνήθως αμείβει χρηματικώς τον εραστή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μπινεύω*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”